-
1 παραιτέομαι
A beg of or from another, ask as a favour of him, , etc.; τι Hdt.1.24,90: with inf. added,ἓν δ' αὐτοὺς παραιτησώμεθα, ἐπίδηλον ἡμῖν.. ποιεῖν, ἢν τοῖς ἔπεσι χαίρωσι Ar.Eq.37
: with inf. for acc., ; Προμηθέα -εῖται Ἐπιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι asks P. for permission to.., Pl.Prt. 320d, cf. Hdt.4.146: c. acc. cogn.,παραίτησιν π. Pl.Criti. 107a
.2 παραιτησάμενος βασιλέα having obtained the king's leave, Hdt.6.24: generally, intercede with, appeal to a person, Id.3.132, 5.33;κτεῖν', οὐ παραιτοῦμαί σε E.Heracl. 1026
, cf. Ar.V. 1257; π. σφέας, ὡς ἄξουσι .. entreating them and saying that.., Hdt.4.158: c. dupl. acc., beg one's pardon for..,σὲ παραιτοῦμαι τάδε E.IA 685
: abs.,εἴ τις ὑμῶν ἀχθεσθήσεται, παραιτοῦμαι And.3.21
, cf. Plb.39.1.6.3 c. acc. et inf., entreat one to.., Hdt.1.90, 6.86. γ, X.Mem.2.2.14, etc.; παραιτήσομαιδ' ὑμᾶς μηδὲν ἀχθεσθῆναί μοι D.21.58
;π. σε συγγνώμην ἔχειν Men.867
: c. gen. pers. et inf., beg of.., : c. inf. only,π. μηδὲν τούτων δρᾶν Th.5.63
.II c. acc. rei, avert by entreaty, deprecate,τὴν ὀργήν Aeschin.3.198
;τὰς ζημίας ὑπέρ τινος Id.2.19
, cf. D.21.5;αἰκίαν Plb.1.80.8
;τὸν φθόνον Plu.Pomp.56
;τὸ ἀποθανεῖν Act.Ap.25.11
: abs., τοῖς.. παραιτουμένοις [πρᾷοί εἰσιν] Arist.Rh. 1380a28, cf. PCair.Zen.482.14 (iii B. C.).2 decline, deprecate,χάριν Pi.N.10.30
;τὴν διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων Pl. Prt. 358a
;τοὺς πότους Plu.Them.3
;τοὺς.. γραώδεις μύθους 1 Ep.Ti. 4.7
; π. [τὰ ὦτα] refuse to hear, Philostr.Her.11; refuse,βρώσεις Id.VA1.8
, cf. Porph.Abst.4.7: c. inf., παλιλλογεῖν παρῄτηται Sch.Il.1.365; in Rev.Phil.32.252; also τοὺς πολλοὺς χαρακτῆρας παρῃτημέναι εἰσὶν αἱ ἀντωνυμίαι do not admit.., A.D.Synt.104.16; reject a theory, interpretation, or MS. reading, Theo Sm.p.200 H., Iamb.VP2.7, Sch.A.R.2.127, Sch.Ar. Pax 854; except, Hdn.Gr.2.929; reject the use of, avoid,τὴν λογικήν S.E.M.7.15
, cf. Ptol.Tetr. 107, etc.3 c. acc. pers., ask him to excuse one, decline his invitation, Plb.5.27.3; παραιτησάμενος Ἔφορον, Lat. pace Ephori, Id.5.33.2: abs., Ev.Luc.14.18:—[voice] Pass., ἔχε με παρῃτημένον ibid.4 π. γυναῖκα divorce her, Plu.2.206a; π. οἰκέτην dismiss him, D.L.6.82;π. τινὰ τῆς οἰκίας Luc.Abd.19
:—[voice] Pass., .5 of medicines, relieve,ναυσίαν Dsc.3.70
; ὀδόντων ἀλγήματα ib.48.III c. acc. pers., intercede for, beg off, esp. from punishment, Hdt.3.119, Plb.4.51.1;π. τινὰ τιμωρίας Plu.Sull.31
; Θεσσαλοὺς τοῦ Μηδισμοῦ π. excuse them from the charge of Medism, Id.2.868d;π. περί τινων X.An.6.6.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιτέομαι
-
2 παραιτεομαι
(impf. παρῃτούμην, aor. παρῃτησάμην, pf. παρῄτημαι)1) просить, упрашивать(τινα Her.)
π. περί τινος Xen. — просить (заступаться) за кого-л.;π. τινά τι Plat. — просить кого-л. о чем-л.;οἱ παραιτούμενοι Arst. — просящие (о помощи)2) выпрашивать, вымаливатьψυχέν π. Her. — просить сохранить жизнь (ср. 4)
3) просить о прощенииσὲ παραιτοῦμαι τάδε Eur. и ἔχε με παρῃτημένον NT. — прошу тебя извинить меня (за это)
4) ослаблять, отводить, смягчать, умилостивлять(ὀργήν τινος Aeschin., Plut.)
π. τὸν φθόνον Plut. — не давать повода к зависти;π. φυγάς Eur. — (просьбами) освобождать от изгнания5) просить освободить себя, т.е. отвергать, отклонять, отказывать(ся)π. τινα Polyb. — отклонять чьё-л. приглашение:
π. τοὺς πότους Plut. — не принимать участия в пирах;π. τέν διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων Plat. — отказаться от различения слов;π. οἰκέτην Diog.L. — уволить слугу;π. γυναῖκα Plut. — развестись с женой6) (тж. π. τῆς τιμωρίας Plut.) просить простить, заступаться(τινα Polyb., Plut.)
π. τινα τοῦ μηδισμοῦ Plut. — просить не винить кого-л. в сочувствии мидянам -
3 συν-ήθης
συν-ήθης, ες, gen. εος, zsgzgn ους, gen. plur. συνηϑέων, zsgzgn συνήϑων, zusammenwohnend, zusammenlebend, daher an einander gewöhnt, συνήϑεες ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 230; gewohnt, τί τοι σύνηϑες ὀρϑώσει μ' ἔϑος, Soph. Phil. 882; ὁ ξυνήϑης πότμος πατρός, Trach. 88; σύνηϑες αἰεὶ ταῠτα βαστάζειν ἐμοί, Eur. Alc. 41; πρὶν ἱκανῶς συνήϑης γενέσϑαι τῷ παρόντι σκότῳ, bevor man sich gewöhnt hat, Plat. Rep. VII, 518 d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήϑεις διατριβάς, Charm. 153 a, u. öfter, wie Folgde; πότους συνήϑεις παραιτεῖ. σϑαι, Plut. Them. 3; τὸ ξύνηϑες, = συνήϑεια, Thuc. 6, 55 u. öfter; c. inf., Pol. 1, 74, 9; der Vertraute, Bekannte, πρὸς τοὺς συνήϑεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. Rep. II, 375 e; Lach. 188 a u. sonst; Xen. Cyr. 2, 3, 7; Pol. u. Sp., wie Luc. u. Plut.
-
4 ξυγκροτεω
1) ударять, стучатьσ. τὼ χεῖρε Xen. — рукоплескать, Luc. всплескивать руками (в негодовании);
σ. τοὺς ὀδόντας Luc. — стучать зубами;ἀνάπαιστα σ. Luc. «жарить» анапесты2) рукоплескатьἐξελθὼν συνεκροτεῖτο Xen. — он вышел, сопровождаемый аплодисментами
3) досл. сбивать, сколачивать, перен. составлятьἀσπὴς χρυσοῦ καὴ πορφύρας πρὸς ἄλληλα μεμιγμένων συγκεκροτημένη Plut. — щит, отделанный золотом вперемежку с пурпуром;
ἐκ λόγου ὄνομα συγκεκροτημένον Plat. — слово, образовавшееся из (целого) суждения;σ. κατηγορίαν Luc. — сочинять обвинение4) устраивать, затевать(πότους Plut.)
ἥ ἔρις συγκροτεῖταί τισι Luc. — у кого-л. происходит ссора5) обучать, подготовлятьσυγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου Dem. — обученные бойцы;
τὰ πληρώματα συγκεκροτημένα Polyb. — опытные гребцы -
5 συγκροτεω
1) ударять, стучатьσ. τὼ χεῖρε Xen. — рукоплескать, Luc. всплескивать руками (в негодовании);
σ. τοὺς ὀδόντας Luc. — стучать зубами;ἀνάπαιστα σ. Luc. «жарить» анапесты2) рукоплескатьἐξελθὼν συνεκροτεῖτο Xen. — он вышел, сопровождаемый аплодисментами
3) досл. сбивать, сколачивать, перен. составлятьἀσπὴς χρυσοῦ καὴ πορφύρας πρὸς ἄλληλα μεμιγμένων συγκεκροτημένη Plut. — щит, отделанный золотом вперемежку с пурпуром;
ἐκ λόγου ὄνομα συγκεκροτημένον Plat. — слово, образовавшееся из (целого) суждения;σ. κατηγορίαν Luc. — сочинять обвинение4) устраивать, затевать(πότους Plut.)
ἥ ἔρις συγκροτεῖταί τισι Luc. — у кого-л. происходит ссора5) обучать, подготовлятьσυγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου Dem. — обученные бойцы;
τὰ πληρώματα συγκεκροτημένα Polyb. — опытные гребцы
См. также в других словарях:
ποτούς — και δωρ. τ. ποτὶ τούς, Α προς τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τούς < ποτί* με αποκοπή πριν από το άρθρο τούς (πρβλ. ποτόν)] … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… … Dictionary of Greek